Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλάζομαι ὧδ'

См. также в других словарях:

  • πλάζομαι — πλάζω turn aside pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάζομ' — πλάζομαι , πλάζω turn aside pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπλάζομαι — ἐπιπλάζομαι (Α) [πλάζομαι] 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», Ομ. Οδ.) 2. ενεργ. ἐπιπλάζω επιπλήσσω, επιτιμώ, ελέγχω …   Dictionary of Greek

  • νανοπλαγκτόν — το μικροσκοπικοί πλαγκτονικοί οργανισμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nanoplankton < nano < νᾶνος) + plankton (< πλαγκτόν < πλάζομαι «περιφέρομαι, περιπλανιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • ουρανόπλαγκτος — οὐρανόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανάται στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πλαγκτός (< πλάζω / πλάζομαι «περιπλανώμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος] …   Dictionary of Greek

  • παλιμπλάζομαι — (Α) επιστρέφω περιπλανώμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλάζομαι «περιφέρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • περιπλάζομαι — Μ περιπλανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλάζομαι «πλανιέμαι, απομακρύνομαι από τον σωστό δρόμο»] …   Dictionary of Greek

  • πλάγγος — ὁ, Α είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. πλαγγ τού ρ. πλάζω / πλάζομαι «περιπλανιέμαι» (βλ. λ. πλάζω), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»] …   Dictionary of Greek

  • πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πλάθω — (I) Α (ποιητ. τ.) (το ένεργ και μέσ.) πλάζομαι προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλᾱ τής λ. πέλας* (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, πρβλ. παρακμ. πέ πλη μαι, παθ. αόρ. ἐ πλά θην) και… …   Dictionary of Greek

  • ԱՂԱՄՈՂԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0033 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 8c, 12c ձ. ԱՂԱՄՈՂԻՄ ԱՂԱՄՈՂԵՄ: իբր ποικίλλομαι variegor Այլայլիլ. այլափոխիլ. այլագունիլ. ծածանիլ. խառնակիլ. *Երեւումն լինի յաղամողեալ լուսոյն. Շիր.: *Զերծանել ʼի բազմամասն եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»