-
1 πλάζομαι
πλάζωturn aside: pres ind mp 1st sg -
2 παλιμ-πλάζομαι
παλιμ-πλάζομαι (s. πλάζομαι), zurück getrieben werden, kommt nur im partic. aor. παλιμπλαγχϑέντες vor, zurückgetrieben, Il. 1, 59 Od. 13, 5.
-
3 συμ-πλάζομαι
συμ-πλάζομαι (s. πλάζομαι), = Folgdm.
-
4 πλάζομ'
πλάζομαι, πλάζωturn aside: pres ind mp 1st sg -
5 πλάζω
Aπλάζον Od.2.396
: [tense] aor. ἔπλαγξα ( παρ-) 9.81; [dialect] Ep.πλάγξα 24.307
:—[voice] Pass. and [voice] Med., 3.106, etc.; [dialect] Ep. [tense] impf.πλαζόμην 5.389
: [tense] fut.πλάγξομαι 15.312
: [tense] aor. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Il.22.291 ; [dialect] Ep.πλάγχθην Od.1.2
; inf. πλάγξασθαι dub. in A.R.3.261 : [tense] pres. [voice] Med. alsoπλάττονται Parm.6.5
codd.:—poet. Verb (rare in Prose, v. infr.), turn aside or away from,πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης Od.1.75
; ; [πρὼν.. ποταμοῖσι] ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων Il.17.751
:—[voice] Pass., πλάγχθη δ' ἀπὸ χαλκόφι χαλκός bronze glanced off from bronze, 11.351 ; πάλιν πλαγχθέντας ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν balked, baffled, 1.59, cf. Od.13.5 ; τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔξω; what woe is warded off afar ? S.OC 1231 (lyr.);κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε Od.13.278
;Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο Pi.N.7.37
(s.v.l.); [Ἀλέξανδρος] ἐπλάζετο ἄγων [Ἑλένην] Hdt.2.117, cf. 116 ;ἀκταῖσιν ὁρμεῖ, δαρὸν ἐκ Τροίας χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς E.Or.56
; of an exile,Ἄργεϊ νάσθη πλαγχθείς Il.14.120
; γένεσις καὶ ὄλεθρος τῆλε μάλ' ἐπλάχθησαν have been banished afar, Parm.8.28 : metaph.,ὁ νέος.. ὑπὸ τῆς τύχης.. πλάζεται, ὁ δὲ γέρων καθάπερ ἐν λιμένι τῷ γήρᾳ καθώρμικεν Epicur.Sent.Vat. 17
; so perh. (v. infr. 11).2 baffle, thwart, balk, esp. mentally,οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὐκ εἰῶσ' ἐθέλοντα Ἰλιου ἐκπέρσαι.. πτολίεθρον Il.2.132
; πλάζε δὲ πίνοντας balked or bewildered them as they drank, Od.2.396; πίνοντες ἐπλάζοντο, i.e. became drunk, Pi.Fr. 166 ; (lyr.) ;ὁκόσα ἰνδαλμοῖσι διαλλάττοντα ἀνὰ τὸν ἠέρα πλάζει ἡμέας Hp.Ep.18
; embarrass, trip up,πλάζει τὸν παῖδα τὰ σάνδαλα AP 7.365
(Zon.) ; ἐπλάζοντο πρὸς οὐδένα σκοπόν wavered aimlessly, Plu. Mar.36.3 [voice] Pass., go astray,πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηός Od.6.278
: c. gen., ;μανδρῶν πλαζομένων χοίρων τρειῶν Supp.Epigr.4.647.6
(Maeonia, ii A. D.).4 [voice] Pass., wander, rove,πλάζομαι ὧδ' Il.10.91
;ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη Od.1.2
; πῇ.. πλάζομαι; 13.204, cf.3.95, 16.64 ; ;πλάζεσθαι μετ' ἐκεῖνον 16.151
; ; ; οἱ πλαζόμενοι the planets, Ti.Locr.97a: never in Com. or correct [dialect] Att. Prose.II μέγα κῦμα πλάζ' ὤμους καθύπερθε struck his shoulders, Il.21.269: here and in Od.5.389 (v. supr. 1.1 fin.) Aristarch. (ap.An.Ox.1.149) took πλάζω [ᾱ by nature] as a dialectal form of πλήσσω, perh. rightly; cf. ἐπιπλάζω, προσπλάζω. (In signf. 1 related to πλάγιος as ἅζομαι to ἅγιος; for πλαγξ-, πλαγχθ- codd. sts. have πλαξ-, πλαχθ-, as v.l., Il.1.59, Od.1.2, 9.81 ([etym.] παρ-), Parm.8.28 ; in signf. 11 perh. a different word.)-------------------------------------------πλάζω (B),A = πλάσσω ([dialect] Tarent.), An.Ox.1.62. -
6 αποπλαζομαι
1) быть отбрасываемым, отскакивать(ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Hom.)
; быть сбиваемым, сталкивагься(χαμαι Hom.)
2) быть унесенным, скитаться вдали от(πατρίδος Hom.; ἑταίρων Theocr.)
-
7 εμπλαζομαι
-
8 επιπλαζομαι
-
9 παλιμπλαζομαι
(только part. aor. pass. παλιμπλαγχθείς) странствовать обратным путем, отправляться в обратный путь Hom. -
10 συμπλαζομαι
-
11 παλιμπλάζομαι
A foiled, driven back, Il.1.59, Od.13.5 (better divisim).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλιμπλάζομαι
-
12 ἐπιπλάζομαι
ἐπι-πλάζομαι, aor. pass. part. - πλαγχθείς: drift over; πόντον, Od. 8.14†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιπλάζομαι
-
13 παλιμπλάζομαι
παλιμ-πλάζομαι ( πλάζω), aor. part. παλιμπλαγχθείς: be driven vainly (drifting) back, Od. 13.5, Il. 1.59.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παλιμπλάζομαι
-
14 παλιμπλάζομαι
-
15 συμπλανάομαι,
συμ-πλανάομαι, u. συμ-πλάζομαι, mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen -
16 συμπλάζομαι
συμ-πλανάομαι, u. συμ-πλάζομαι, mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen -
17 ἀμπλακίσκω
Grammatical information: v.Meaning: `miss, fail; lose; sin' (Archil.).Other forms: also ἀμβλακίσκω; late and rare present to aor. ἤμπλακον ( ἤμβ-), perf. Pass. ἠμπλάκημαι. Note ἀπλακών (E. Alc. 242, IA 124), ἀναπλάκητος (S. OT 472).Dialectal forms: not AtticOrigin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Compared with ἀμβλίσκω, which DELG rejects both as regards the form and the meaning. Not to βλάξ either. S. J. Schmidt KZ 37, 28f., Schwyzer 210: 4. Both the presence \/ absence of the nasal and the variation voiced \/ voiceless is typical for substr. words; s. Fur. 281f. (to πλάζομαι Blanc, Nomina rerum 79-85.)Page in Frisk: 1,95-96Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμπλακίσκω
-
18 πλάγγος
Grammatical information: m.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: From πλάγξασθαι, πλάζομαι as "der Umherschweifer"? - The word may well be Pre-Greek (Furnée 122).Page in Frisk: 2,547Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλάγγος
См. также в других словарях:
πλάζομαι — πλάζω turn aside pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάζομ' — πλάζομαι , πλάζω turn aside pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπλάζομαι — ἐπιπλάζομαι (Α) [πλάζομαι] 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», Ομ. Οδ.) 2. ενεργ. ἐπιπλάζω επιπλήσσω, επιτιμώ, ελέγχω … Dictionary of Greek
νανοπλαγκτόν — το μικροσκοπικοί πλαγκτονικοί οργανισμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nanoplankton < nano < νᾶνος) + plankton (< πλαγκτόν < πλάζομαι «περιφέρομαι, περιπλανιέμαι»] … Dictionary of Greek
ουρανόπλαγκτος — οὐρανόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανάται στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πλαγκτός (< πλάζω / πλάζομαι «περιπλανώμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος] … Dictionary of Greek
παλιμπλάζομαι — (Α) επιστρέφω περιπλανώμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλάζομαι «περιφέρομαι»] … Dictionary of Greek
περιπλάζομαι — Μ περιπλανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλάζομαι «πλανιέμαι, απομακρύνομαι από τον σωστό δρόμο»] … Dictionary of Greek
πλάγγος — ὁ, Α είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. πλαγγ τού ρ. πλάζω / πλάζομαι «περιπλανιέμαι» (βλ. λ. πλάζω), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»] … Dictionary of Greek
πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… … Dictionary of Greek
πλάθω — (I) Α (ποιητ. τ.) (το ένεργ και μέσ.) πλάζομαι προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλᾱ τής λ. πέλας* (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, πρβλ. παρακμ. πέ πλη μαι, παθ. αόρ. ἐ πλά θην) και… … Dictionary of Greek
ԱՂԱՄՈՂԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0033 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 8c, 12c ձ. ԱՂԱՄՈՂԻՄ ԱՂԱՄՈՂԵՄ: իբր ποικίλλομαι variegor Այլայլիլ. այլափոխիլ. այլագունիլ. ծածանիլ. խառնակիլ. *Երեւումն լինի յաղամողեալ լուսոյն. Շիր.: *Զերծանել ʼի բազմամասն եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)